- συγκαταφλέγω
- ΜΑ [καταφλέγω]καίω συγχρόνως («ἐσθῆτα καὶ τὸν ἄλλον κόσμον συγκατέφλεξαν», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαταφλέγουσι — συγκαταφλέγω burn with pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συγκαταφλέγω burn with pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφλέξαι — συγκαταφλέγω burn with aor inf act συγκαταφλέξαῑ , συγκαταφλέγω burn with aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφλεγεῖσα — συγκαταφλέγω burn with aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφλεγῆναι — συγκαταφλέγω burn with aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφλέγεσθαι — συγκαταφλέγω burn with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφλέγεται — συγκαταφλέγω burn with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφλέγοντες — συγκαταφλέγω burn with pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφλέξειν — συγκαταφλέγω burn with fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταφλέξωσιν — συγκαταφλέγω burn with aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκατεφλέγη — συγκαταφλέγω burn with aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)